- πτύξις
- -εως, ἡ, ΜΑβλ. πτύξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πτύξις — πτύξῑς , πτύξις folding fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πτύξις folding fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτύξεις — πτύξις folding fem nom/voc pl (attic epic) πτύξις folding fem nom/acc pl (attic) πτύσσω fold aor subj act 2nd sg (epic) πτύσσω fold fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτύξιν — πτύξις folding fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτύξη — η / πτύξις, εως, ΝΜΑ [πτύσσω] το δίπλωμα, η δίπλωση, το να διπλώνει κανείς κάτι νεοελλ. 1. βοτ. το πρότυπο διάταξης τών φύλλων στον οφθαλμό 2. ναυτ. φρ. «πτύξη ιστίων» το τύλιγμα και δέσιμο τών ιστίων χωρίς να λυθούν από τη θέση που βρίσκονται… … Dictionary of Greek
πτύξεως — πτύξεω̆ς , πτύξις folding fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)